- οιδματόεις
- οἰδματόεις, -εσσα, -εν (Α)κυματώδης, γεμάτος κύματα («οἰδματόεντα πόρον», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶδμα, -ατος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερ-όεις)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οἰδματόεντα — οἰδματόεις billowy neut nom/voc/acc pl οἰδματόεις billowy masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)